σκοτόφιλος

σκοτόφιλος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που αγαπά το σκοτάδι, που τού αρέσει το σκοτάδι
2. το αρσ. ως ουσ. ο σκοτόφιλος
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους νυχτερίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + φίλος (πρβλ. ζωόφιλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”